Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

2. Τρεις άγιες αρχοντοπούλες (Ο βίος της Αγίας Σοφίας)


Όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αδριανός (117 μ.Χ. - 138 μ.Χ.),  ζούσε σε κάποια πόλη της Ιταλίας μια νεαρή και πλούσια αρχόντισσα, που την έλεγαν Σοφία.
Από νωρίς είχε χάσει τον άνδρα της και ζούσε μόνη, μαζί με τις τρεις πανέμορφες κόρες της, την Πίστη, που ήταν 12 χρονών, την Ελπίδα, που ήταν 10 χρονών και την Αγάπη, που ήταν μόλις 9 χρονών.
Η Σοφία αγαπούσε το Χριστό με όλη τη δύναμη της καρδιάς της και προσπαθούσε να ζει σύμφωνα με τις άγιες εντολές του Ευαγγελίου. Ήταν ευγενική, σεμνή, ταπεινή και πολύ πονόψυχη στον κάθε φτωχό και ταλαιπωρημένο συνάνθρωπο της.
Σαν μητέρα, ήταν ένα παράδειγμα προς μίμηση. Δίδασκε τα παιδιά της όχι μόνο με τα λόγια της αλλά και με το παράδειγμα της. Τα μάθαινε να αγαπούν και να εμπιστεύονται το Θεό, λέγοντας τους ότι Αυτός είναι ο πραγματικός Πατέρας και Μάνα της ψυχής τους, αφού Αυτός είναι που τους χάρισε ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, την αθάνατη ψυχή τους.
Τους έλεγε να αγαπούν ό,τι είναι καλό και αρεστό στο Θεό και να στολίζουν την ψυχή τους με αρετές και θεϊκά χαρίσματα. Να αποφεύγουν καθετί, που θα μπορούσε να μολύνει το κατάλευκο ένδυμα της ψυχής τους, που φόρεσαν όταν έγιναν Χριστιανές.
Η Σοφία, εκτός από τις μητρικές συμβουλές και το παράδειγμα της, προσευχόταν πολλές φορές την ημέρα στο Χριστό για τα κορίτσια της. Τον παρακαλούσε να πλημμυρίσει τις παιδικές καρδούλες τους με τη χάρη του αγίου Πνεύματος και την δική Του θεϊκή αγάπη!
Στον ελεύθερο τους χρόνο, η Σοφία και τα παιδιά της, κεντούσαν, έραβαν και έπλεκαν ζεστά ρούχα για τους φτωχούς. Όλοι τις αγαπούσαν για τις καλές τους πράξεις και τη συνετή ζωή τους.
Την περίοδο αυτή η Εκκλησία του Χριστού περνούσε δύσκολες στιγμές. Έχει ξεσπάσει μεγάλος διωγμός εναντίον των Χριστιανών και πολλοί Χριστιανοί θανατώνονταν για την πίστη και την αγάπη τους στο Χριστό.
Η Σοφία αναγκάζεται να εγκαταλείψει την μικρή πόλη, που μέχρι τότε ζούσε και να πάει να κατοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της στη ξακουστή πρωτεύουσα της Ιταλίας, την ένδοξη Ρώμη. Εκεί η χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη και δυνατή και θα μπορούσε να βρει αυτή και τα κορίτσια της προστασία και βοήθεια.
Και στη Ρώμη, η Σοφία και τα παιδιά της, έκαναν το σπίτι τους εργαστήριο αγάπης και καλοσύνης για τον κάθε φτωχό και πονεμένο. Έτσι δεν άργησε να ξαπλωθεί και εκεί παντού η φήμη της αρετής τους και των καλών τους πράξεων. Όλοι μιλούσαν για τέσσερεις αγγέλους που ήρθαν στην πόλη τους. Μάλιστα, πολλοί ειδωλολάτρες που έβλεπαν την ενάρετη ζωή τους, σαγηνεύονταν από τη νέα πίστη στον αληθινό Θεό και γινόντουσαν Χριστιανοί.
Αυτό, όμως, δεν άρεσε στον ασεβή διοικητή της πόλης Αντίοχο, ο οποίος τις κατήγγειλε στον αυτοκράτορα ότι ήταν Χριστιανές και υβρίστριες των ειδωλολατρικών θεών τους. Έτσι, μια μέρα συνέλαβαν τη Σοφία μαζί με τις τρεις κόρες της, για να απολογηθούν μπροστά στο Ρωμαίο δικαστή. 
-Είναι αλήθεια, Σοφία, ότι εσύ και οι τρεις σου κόρες είστε Χριστιανές;
-Ναι, απάντησε με ηρεμία η Σοφία. Όλοι μας πιστεύουμε στο Χριστό!
-Έχεις υπ’ όψη σου, πως εσύ και οι κόρες σου θα αντιμετωπίσετε σκληρά βασανιστήρια και θάνατο, εάν δεν αρνηθείτε την ανόητη πίστη σας; Κι αν δεν σε νοιάζει για τον εαυτό σου, δεν λυπάσαι τις όμορφες σου κόρες, που θα φύγουν απ’ αυτή τη ζωή πριν προλάβουν καλά-καλά να την χαρούν; Θα σου δώσω τρεις μέρες διορία να το σκεφτείς. Μέχρι τότε θα σας στείλω και τις τέσσερις να μείνετε περιορισμένες στο σπίτι μιας αρχόντισσας, της Παλλαδίας.
Ήλπιζε ο ασεβής δικαστής ότι η ειδωλολάτρισσα Παλλαδία θα μπορούσε με την γυναικεία πονηριά της να μεταπείσει τη Σοφία και τα παιδιά της να αρνηθούν το Χριστό και να πιστέψουν στην ειδωλολατρία. Η Παλλαδία άλλες φορές τους έταζε διάφορα δώρα και άλλες φορές εγκωμίαζε τις χαρές αυτής της ζωής. Ωστόσο δεν μπόρεσε ποτέ να μεταπείσει ούτε τη μάνα, ούτε τις κόρες, οι οποίες έμεναν σταθερές και ακλόνητες στην αγάπη τους στο Χριστό.
Μετά από τρεις μέρες οδηγήθηκαν ξανά και οι τέσσερεις τους μπροστά στο δικαστήριο. Ο δικαστής προσπάθησε να τις φοβίσει:
-Αν δεν αρνηθείτε τον Χριστό, τα ωραία και τρυφερά σας πρόσωπα θα γεμίσουν πληγές. Τα σώματά σας θα παραμορφωθούν. Λυπηθείτε τον εαυτό σας. 
-Δεν θα αρνηθούμε τον Κύριο μας, αποκρίθηκαν εκείνες μ’ ένα στόμα. Προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να αρνηθούμε τον Χριστό.
-Και πώς θ’ αντέξετε τα μαρτύρια;  Σκεφτείτε, τι θα πάθετε!
-Αγαπάμε τον Χριστό και δεν Τον αρνούμαστε, είπαν όλες μαζί.
Ο δικαστής τότε θύμωσε πολύ και διέταξε ν’ αρχίσουν αμέσως τα βασανιστήρια. Έδεσαν σε μια καρέκλα την Σοφία, για να βλέπει τα κορίτσια της να βασανίζονται, και άρχισαν από την μεγαλύτερη κόρη. Γύμνωσαν την Πίστη και άρχισαν να την ραβδίζουν με βάρβαρη σκληρότητα. Και ενώ οι βασανιστές άλλαζαν ο ένας μετά τον άλλον από την κούραση, η Πίστη, ήρεμη, χωρίς να φαίνεται ότι πονά καθόλου, προσευχόταν με όλη τη δύναμη της καρδιάς της στον πολυαγαπημένο της Ιησού. Μετά το μαστίγωμα άρχισαν να σχίζουν το νεανικό της σώμα με κοφτερά μαχαίρια. Όταν της έκοψαν τα στήθη, αντί αίμα έτρεξε γάλα!
-Αρνήσου τον Χριστό, για να σωθείς, φώναζε ο δικαστής.
-Αγαπώ τον Χριστό μου και δεν Τον αρνούμαι, απαντούσε εκείνη.
Εν τω μεταξύ είχε πυρωθεί με δυνατή φωτιά μια μεγάλη σχάρα. Εκεί πάνω ξάπλωσαν το σώμα της Πίστης. Όμως, ούτε η φωτιά μπόρεσε να κάνει κακό στην μικρή κόρη. 
Άγγελοι αόρατα βρισκόντουσαν συνέχεια δίπλα της για να την ενισχύουν και να την βοηθούν να μην πονά. Πολλοί ειδωλολάτρες, που έβλεπαν μέσα από αυτά τα θαύματα την δύναμη της χριστιανικής πίστης, γινόντουσαν Χριστιανοί. Αυτό εξόργισε τον ασεβή δικαστή, που διέταξε τους στρατιώτες να αποκεφαλίσουν αμέσως την Πίστη.
Στο άκουσμα της απόφασης σκίρτησε από χαρά η Πίστη. Σήκωσε τα ματάκια της ψηλά στον ουρανό για να προσευχηθεί, όταν ξαφνικά μια λάμψη φωτεινή βγήκε από το πανέμορφο προσωπάκι της. Με φωνή γεμάτη ενθουσιασμό είπε:
«Βλέπω τον Ουρανό ανοιχτό, γεμάτο αγγέλους και τον Χριστό να με προσκαλεί! Ιησού μου, σ’ αγαπώ!»
Μετά έσκυψε το κεφάλι της για να δεχτεί τον δια ξίφους θάνατο.
Μετά το θάνατο της μικρής δωδεκάχρονης Πίστης, στράφηκε ο δικαστής στη Σοφία και τη ρώτησε:
-Λοιπόν, μήπως μετανιώσατε;
-Προχώρα στο φρικτό σου έργο, είπε η Σοφία, δεν πρόκειται καμιά μας να αρνηθεί τον Χριστό.
Τα ίδια βασανιστήρια επαναλήφθηκαν και στη δεύτερη κόρη, την Ελπίδα. Αφού πρώτα την μαστίγωσαν ανελέητα, την έβαλαν πάνω σε μια πυρακτωμένη σχάρα, για να καεί. Η φωτιά, όμως, έσβησε κι έτσι η Ελπίδα έμεινε ανέπαφη. Την έριξαν μετά σ’ ένα καμίνι, για να καεί τελείως. Ούτε και εκεί, όμως, δεν μπόρεσε η φωτιά να πειράξει το μικρό κορίτσι. Άγγελοι έστεκαν δίπλα της και μετέτρεπαν τη φωτιά σε δροσιά. Μετά την κρέμασαν σ’ ένα δέντρο από τα μαλλιά και ξέσχισαν το κορμί της με σιδερένια νύχια.
Τότε, όμως, συνέβη ένα αξιοθαύμαστο γεγονός! Από τις πληγές της έβγαινε ένα εξαίσιο μύρο, που άπλωνε την ευωδία του σε όλη τη γύρω περιοχή.
Μετά έβαλαν την Ελπίδα μέσα σε ένα χάλκινο δοχείο γεμάτο καυτή πίσσα και ρητίνη, αλλά ούτε και τότε έπαθε τίποτε. Πολλοί ειδωλολάτρες, βλέποντας τα θαύματα, που γινόντουσαν και στη δεύτερη κόρη, ασπάζονταν τον Χριστιανισμό.
Εξοργισμένος απ’ αυτό ο δικαστής διέταξε τότε να αποκεφαλίσουν και την μικρή Ελπίδα.
-Τι λες τώρα, ανόητη μητέρα; ρώτησε ο δικαστής. Θέλεις να δεις και την τρίτη σου κόρη να πεθαίνει;
Πριν προλάβει να μιλήσει η Σοφία, πετάχτηκε μπροστά στο δικαστή η εννιάχρονη Αγάπη και είπε:
-Και εγώ Χριστιανή είμαι και δεν φοβάμαι καθόλου τα βασανιστήρια σου, βάρβαρε δικαστή.
Εξαγριωμένος ο δικαστής διέταξε να κρεμάσουν την μικρή Αγάπη σ’ ένα δέντρο και να την μαστιγώσουν αλύπητα. Μετά την έριξε σ’ ένα καμίνι για να καεί. Άγγελοι, όμως, προστάτευαν το σώμα της μικρής μάρτυρος, ώστε να μην της κάνουν κανένα κακό τα μαρτύρια.
Όταν είδε ο δικαστής ότι ούτε και τα καρφιά που έμπηξε στο παιδικό της στήθος μπόρεσαν να της κάνουν κακό, διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως και την Αγάπη.
Η Σοφία, όταν είδε και την τελευταία της κόρη να πέφτει κάτω από το σπαθί του δήμιου, σηκώθηκε πάνω και φώναξε:
-Τώρα, σκληρέ και άπονε ειδωλολάτρη, σκότωσε κι’ εμένα, για να βρεθώ το συντομότερο με τα κορίτσια μου στον ουρανό.
Ο δικαστής, όμως, εξαγριωμένος, επειδή τον ντρόπιασαν τρία μικρά κορίτσια, φώναξε με μανία:
-Πήγαινε στο σπίτι σου, ανόητη. Δεν σε σκοτώνω. Σ’ αφήνω να ζήσεις, γιατί έτσι η ζωή σου, χωρίς τα παιδιά σου, θα είναι πιο μαρτυρική.
Πήρε τότε η Σοφία πολύτιμα μύρα και έθαψε τα σώματα των τριών γενναίων θυγατέρων της. 
Επί τρεις μέρες ήταν πάνω από τον τάφο των παιδιών της. Την τρίτη μέρα, εκεί που προσευχόταν, την άκουσαν να λέει:
-Ω, τρυφερά μου βλαστάρια, δεχθείτε τη μητέρα σας εκεί που τώρα βρίσκεστε!
Αυτά είπε και άφησε την ψυχή της να πετάξει ψηλά στον ουρανό, κοντά σ’ Εκείνον που τόσο αυτή, όσο και τα τρία της παιδιά, αγάπησαν με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους.
Η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζονται οι τρεις παρθενομάρτυρες, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, μαζί  με την αγία μητέρα τους, την Σοφία, κάθε χρόνο στις 17 Σεπτεμβρίου.

Εκτύπωση φυλλαδίου:  Η αγία Σοφία PDF

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου