Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

3. Ο άγιος Γεώργιος (Το μαργαριτάρι της Ανατολής)


Ο άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Λύδα της Παλαιστίνης το 280 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο ασεβής Διοκλητιανός.
Ο πατέρας του λεγόταν Γερόντιος και ήταν ανώτερος αξιωματικός στο στρατό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Την μητέρα του την έλεγαν Πολυχρονία και ήταν μια πολύ ευσεβής και ενάρετη γυναίκα. Αγαπούσε τον Χριστό με όλη τη δύναμη της καρδιάς της γι’ αυτό και ήθελε να μεγαλώσει το γιο της σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού.
Κάθε μέρα του διάβαζε από το άγιο ευαγγέλιο για τα θαύματα του Χριστού, τις παραβολές και την υπέροχη διδασκαλία της αγάπης. Παράλληλα, του διηγούταν και τα ηρωικά κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ομολογητών, οι οποίοι εγκατέλειπαν δόξες, αξιώματα και περιουσίες και πέθαιναν μαρτυρικά, για να μην αρνηθούν τον βασιλιά της καρδιάς τους, τον Χριστό.
Ο μικρός Γεώργιος ενθουσιαζόταν από τις υπέροχες διηγήσεις των αγίων μαρτύρων και ήθελε να ακολουθήσει το άγιο παράδειγμα τους και, αν χρειαζόταν, να πεθάνει και αυτός μαρτυρικά, όπως εκείνοι.
Η Πολυχρονία, σαν αγία μάνα, εκπαίδευε τον Γεώργιο, από μικρό παιδί ακόμα, να εμπιστεύεται απόλυτα τον Θεό και να δείχνει πλήρη υποταγή στο θεϊκό Του θέλημα.
Τον μάθαινε να αγαπά τον Θεό με όλη του την καρδιά και να προσεύχεται σ’ Αυτόν με πολλή  λατρεία. Προσευχόταν πάντα γονατιστή μαζί του και γινόταν η ίδια το πιο ωραίο παράδειγμα για το μικρό παιδί.
Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει αξιωματικό στο στρατό, γι’ αυτό και τον έπαιρνε τακτικά μαζί του στις διάφορες εκστρατείες. Εκεί ανακάλυψε πως ο γιος του ήταν μια στρατιωτική ευφυΐα.
Η ακαταμάχητη ανδρεία του Γεωργίου στο πεδίο της μάχης αλλά και τα ηρωικά του κατορθώματα, προκαλούσαν το θαυμασμό όλων. Η φήμη του έφτασε μέχρι τον αυτοκράτορα. Έτσι, 18 χρονών έγινε διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς και 20 χρονών χιλίαρχος, ώστε να διοικεί στράτευμα με χίλιους άνδρες. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε πάρει τόσο γρήγορα και σε τόσο μικρή ηλικία όλα αυτά τα στρατιωτικά αξιώματα.

Σκοτώνει τον δράκο και
ελευθερώνει την βασιλοπούλα

Μια μέρα ο Γεώργιος, επιστρέφοντας από μια νικηφόρα μάχη, συνάντησε κοντά σε μια λίμνη μέσα στο δάσος μια μικρή πανέμορφη κοπέλα  να είναι ντυμένη σαν βασίλισσα και να κλαίει γοερά. Έμαθε πως ήταν η κόρη του ειδωλολάτρη βασιλιά της περιοχής εκείνης. Εκεί τριγύρω ζούσε ένας μεγάλος δράκος, ένα γιγάντιο φίδι, που ό,τι έβρισκε μπροστά του, είτε ζώο είτε άνθρωπο, το έτρωγε. Για να το εξευμενίσουν οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, επειδή νόμιζαν ότι ήταν θεός, αποφάσισαν να του δίνουν να τρώει κατά τακτικά διαστήματα ένα παιδί από κάθε οικογένεια. Τώρα είχε έρθει η σειρά του βασιλιά να προσφέρει ένα παιδί, μόνο που αυτός δεν είχε άλλα παιδιά εκτός από μια μικρή πανέμορφη μοναχοκόρη. Έτσι, αφού την έντυσαν με βασιλικά φορέματα, την έφεραν κοντά στη φωλιά του δράκου για να την φάει. Ο Γεώργιος συγκινήθηκε πολύ από την ιστορία της μικρής βασιλοπούλας και της είπε:
-Μην κλαις βασιλοπούλα και μη φοβάσαι. Αν πιστέψεις στη φοβερή δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, που εγώ πιστεύω και αγαπώ, όχι μόνο δεν πρόκειται να πάθεις εσύ τίποτα αλλά και το ερπετό θα σκοτώσω και την πόλη σας από τη συμφορά θα γλιτώσω.
-Πιστεύω, ένδοξε στρατιώτη, με όλη μου την καρδιά, απάντησε η μικρή βασιλοπούλα.
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τα λόγια της, όταν εμφανίστηκε ο δράκος. Η κοπέλα λιποθύμησε αμέσως  από το φόβο της, ενώ ο άγιος μας προχώρησε άφοβα προς το θηρίο και έκανε πάνω του το σημείο του σταυρού. Τότε το θηρίο, λες και το χτύπησαν χίλια βέλη, άρχισε να χτυπιέται μόνο του πάνω στη γη, μέχρι που, αποκαμωμένο από την κούραση, έπεσε σαν ναρκωμένο στα πόδια του αγίου μας. Εκείνος τότε το έδεσε σφιχτά και το έσυρε μέχρι την πόλη. Είπε στον κόσμο πως, αν εγκαταλείψουν τα είδωλα και πιστέψουν στο Χριστό, θα σκοτώσει το θηρίο αυτό που τους γέμισε τρόμο και συμφορές. Όλοι τότε πίστεψαν στο Χριστό και ζήτησαν να βαπτιστούν Χριστιανοί. Έτσι ο άγιος μας σκότωσε μπροστά σε όλους το τρομερό θηρίο. Από τότε το όνομα του αγίου έγινε ονομαστό παντού και τραγούδι στα χείλη όλων των ανθρώπων.

Φριχτά μαρτύρια και θεϊκή οπτασία

Ενώ, όμως, το όνομα του Χριστού διαδιδόταν με μεγάλη ταχύτητα παντού και ο κόσμος εγκατέλειπε την δαιμονική λατρεία των ψεύτικων θεών, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποφάσισε να κηρύξει μεγάλο διωγμό κατά των Χριστιανών. Πλήθος χριστιανών συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.
Ο Γεώργιος αρνείται να υπακούσει στον βασιλιά και να διώξει Χριστιανούς. Αντίθετα, με τα φλογερά του λόγια ενισχύει τους άγιους μάρτυρες να μείνουν δυνατοί και σταθεροί στην χριστιανική τους πίστη. 
Ο αυτοκράτορας τα έμαθε όλα αυτά και ζήτησε από τον Γεώργιο να απαρνηθεί το Χριστό, για να μη τον σκοτώσει με τρομερά βασανιστήρια. Ο Γεώργιος αρνήθηκε. Έξαλλος τότε από οργή ο αυτοκράτορας διέταξε να βασανίσουν τον νεαρό αξιωματικό του Γεώργιο με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο.
Με αιχμηρά κοντάρια τρυπούν όλο το σώμα του αγίου μας και μετά του πετούν δεκάδες σουβλερά ακόντια για να τον αποτελειώσουν. Αυτά όμως αλλάζουν δρόμο χωρίς να ακουμπούν το σώμα του, λυγίζουν σαν το κερί και πέφτουν κάτω.
Τον ρίχνουν μετά στη φυλακή, του δένουν χέρια και πόδια και πλακώνουν το στήθος του με μια πολύ μεγάλη πέτρα, για να μη μπορεί να αναπνεύσει.
Την άλλη μέρα τον έδεσαν πάνω σ’ ένα τροχό, κάτω από τον οποίο υπήρχαν διάφορες κοφτερές λεπίδες και σιδερένια άγκιστρα. Όπως γύριζε ο τροχός με τον νεαρό Χριστιανό πάνω του, οι λεπίδες και τα άγκιστρα που ήταν από κάτω κόβανε και σχίζανε τις σάρκες του μάρτυρα. Το αίμα έτρεχε άφθονο από το σώμα του μάρτυρα και κοκκίνισε το χώμα. 
Ξαφνικά και ενώ μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον τόπο και πλήθος αστραπές και βροντές έσκιζαν τον ουρανό, ακούστηκε από ψηλά η γλυκιά φωνή του Χριστού να του λέει: 
«Γεώργιε, μη φοβάσαι. Είμαι κοντά σου και παρακολουθώ τα βάσανα που υποφέρεις με γενναιότητα και ανδρεία για την αγάπη μου».
Ένα ουράνιο φως έλαμψε τότε δυνατά και είδαν όλοι με έκπληξη και θαυμασμό τον νεαρό μάρτυρα Γεώργιο να στέκεται όρθιος μπροστά τους, τελείως υγιής.
Πολλοί πίστεψαν τότε στο Χριστό. Ο αυτοκράτορας, όμως, θύμωσε ακόμα πιο πολύ και διέταξε να βάλλουν τον Γεώργιο μέσα σε ένα λάκκο με ασβέστη για να πεθάνει. Μα και από εκεί βγήκε σώος και δυνατός. Μετά του φόρεσαν σιδερένια παπούτσια που τα είχαν πάνω στη φωτιά για να καίνε. Όταν είδε ο αυτοκράτορας τον Γεώργιο να αντέχει και αυτό το μαρτύριο, διέταξε να τον κλείσουν ξανά στη φυλακή.
Τα μεσάνυχτα εμφανίστηκε και πάλι ο Ιησούς ανάμεσα σε πλήθος αγγέλων και του είπε: 
«Χαίρε αγαπημένο μου παιδί, Γεώργιε. Η Χάρις μου είναι μαζί σου. Έχε θάρρος και υπομονή». Μετά του θεράπευσε όλες τις πληγές.
Δυστυχώς, ούτε αυτό το θαύμα συνέτισε τον αυτοκράτορα αλλά διέταξε νέα τρομερά βασανιστήρια. Με σιδερένια νύχια γδέρνουν το αγιασμένο σώμα του. Βάζουν στο κεφάλι του σιδερένια περικεφαλαία την οποίαν είχαν κάψει πρώτα καλά στη φωτιά μέχρι να κοκκινίσει.
Τον ξαπλώνουν πάνω σε σιδερένιο κρεβάτι, που από κάτω έκαιγε μεγάλη φωτιά. Του χύνουν μολύβι λιωμένο στο στόμα για να πάψει να προσεύχεται στο Χριστό. Δοκίμασαν όλα τα γνωστά βασανιστήρια!
Στο τέλος έφερε ο αυτοκράτορας ένα ξακουστό μάγο, τον Αθανάσιο, για να σκοτώσει με τη βοήθεια των δαιμόνων τον Γεώργιο. Ο μάγος έφτιαξε ένα δυνατό δηλητήριο και το έδωσε στο Γεώργιο να το πιει. Ο άγιος μας έκανε πάνω στο δηλητήριο το σημείο του Σταυρού και μετά το ήπιε χωρίς να πάθει τίποτα. Το θαύμα αυτό προβλημάτισε τον μάγο. Όταν είδε μετά τον Γεώργιο να ανασταίνει και ένα νεκρό, πείστηκε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και έγινε και αυτός Χριστιανός.
Εκείνη την ημέρα πλήθος κόσμου πίστεψε στο Χριστό. Ανάμεσα σ΄ αυτούς ήταν και η βασίλισσα Αλεξάνδρα καθώς και πολλοί άλλοι από το παλάτι. Όλοι αυτοί μαρτύρησαν για την αγάπη του Χριστού.
Σε μια τελευταία προσπάθεια να κάμψει ο βασιλιάς το ηθικό του νεαρού μάρτυρα, συνέλαβε την μητέρα του Γεωργίου, την Πολυχρονία. Την υπέβαλε σε πλήθος μαρτύρια, όπως τον γιο της, για να αρνηθεί τον Χριστό. Η Πολυχρονία, όμως, έμεινε σταθερή στην πίστη της και έγινε έτσι το πιο υπέροχο παράδειγμα Χριστιανής μητέρας.
Με συγκίνηση είδε ο Γεώργιος την γλυκιά του μανούλα να αφήνει μετά από πολλά βασανιστήρια την τελευταία της αναπνοή με το όνομα του Χριστού στα χείλη της.
Την άλλη μέρα έφεραν τον Γεώργιο στο ναό των ειδώλων για να θυσιάσει στα είδωλα. Εκεί, οι δαίμονες που ήταν κρυμμένοι μέσα στα αγάλματα των ψεύτικων θεών, ομολόγησαν τρομοκρατημένοι μπροστά σε όλο τον κόσμο, πως αυτοί δεν είναι θεοί αλλά μόνο αυτός που κηρύττει ο Γεώργιος είναι ο αληθινός Θεός. Μετά την ομολογία αυτή, διέταξε ο Γεώργιος όλους τους δαίμονες να πάνε πίσω στην κόλαση και τα αγάλματα να πέσουν και να καταστραφούν. Έτσι και έγινε. Πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας το θαύμα αυτό, έγιναν Χριστιανοί. Οργισμένος ο αυτοκράτορας διέταξε τότε να σκοτώσουν τον άγιο μας με ξίφος.
Ο Γεώργιος γονάτισε και προσευχήθηκε για τελευταία φορά στον πολυαγαπημένο του Ιησού.
Εκείνος εμφανίστηκε ξανά μπροστά του μέσα σε ένα υπέρλαμπρο φως, για να τον καλωσορίσει στο ουράνιο βασίλειο Του.
«Ναι, γλυκέ μου Ιησού, έρχομαι σε Σένα, τον πολυαγαπημένο Θεό και βασιλιά της καρδιάς μου». 
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του αγίου Γεωργίου.
Ήταν 23 Απριλίου του 303 μ.χ. 

Εκτύπωση φυλλαδίου:  άγιος Γεώργιος PDF